Ἀρσάκῃ

Ἀρσάκῃ
Ἀρσάκης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀρσάκη — Ἀρσάκης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρθοι — Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • φιλαρσάκης — ὁ, Α φίλος, θαυμαστής τού Αρσάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἀρσάκης] …   Dictionary of Greek

  • Ανδραγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρόδιος κατασκευαστής χάλκινων ανδριάντων (3ος αι. π.Χ.). 2. Σατράπης της Συρίας (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Σκοτώθηκε από τον Αρσάκη, όταν ο τελευταίος έγινε κυβερνήτης της χώρας …   Dictionary of Greek

  • Αρσάκης, Απόστολος — (Χοταχόβα Κορυτσάς 1792 – Βουκουρέστι 1874).Εθνικός ευεργέτης, γιατρός και πολιτικός. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη, σπούδασε ιατρική στο Χάλε της Σαξονίας. Το 1813 ανακηρύχθηκε διδάκτορας με τη διατριβή του Περί… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαρσάκης — (2ος αι. π.Χ.). Αδελφός του βασιλιά των Πάρθων Μιθριδάτη Α’ ή Αρσάκη. Γύρω στο 150 π.Χ., επικεφαλής ισχυρού στρατού, κατέλαβε την Αρμενία, την κυρίευσε και ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Επεξέτεινε την επικράτειά του στην Καππαδοκία, τη χώρα των Λαζών… …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτες, εθνικοί — Ονομάζονται ε.ε. εκείνοι οι εύποροι Έλληνες, οι οποίοι από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά δαπάνησαν ή κληροδότησαν το σύνολο ή μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για κοινωφελείς σκοπούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • Πολυξενίδας — Ρόδιος εξόριστος στην υπηρεσία του βασιλιά της Συρίας Αντίοχου Γ΄. Το 209 π.Χ. ήταν αρχηγός Κρητών μισθοφόρων στην εκστρατεία του Αντίοχου Γ΄ εναντίον του Αρσάκη. Στα χρόνια που ακολούθησαν πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Ρώμης (192 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”